προσδόκημα

προσδόκημα
προσδόκημα
expectation
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσδόκημα — τὸ, Α [προσδοκῶ] προσδοκία, ελπίδα …   Dictionary of Greek

  • προσδοκημάτων — προσδόκημα expectation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπροσδόκημα — ατος, τὸ Μ (ρητ.) το απροσδόκητο πόρισμα, αυτό που δεν συνάγεται από τα όσα έχουν λεχθεί προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + προσδόκημα (< προσδοκῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”